-
1 λωτοῦντα
λωτοῦντα ( λωτός), either a part., or adj., for λωτόεντα: full of lotus, ‘clovery,’ πεδία, Il. 12.283†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λωτοῦντα
-
2 λωτόεις
A overgrown with lotus, πεδία λωτοῦντα (v.l. - εῦντα) lotus-plains, Il.12.283; or. blooming (λωτέω 11
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λωτόεις
-
3 λωτόεις
λωτόεις, εσσα, εν, lotosreich, mit Lotos bewachsen, πεδία λωτεῦντα, Il. 12283, wo Bekker mit Aristarch λωτοῦντα lies't, Andere ein Verbum λωτέω annahmen, das »blühen« bedeute.
-
4 λωτέω
A play the flute, Zonar.III λωτεῦσι δέ, πάχνη, ἀνθεῖ ποιοῦσιν αἰσχρότητες, Hsch.
См. также в других словарях:
λωτόεις — λωτόεις, εσσα, εν (Α) κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῡντα» πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. όεις, (πρβλ. αστερ όεις, κριν όεις)] … Dictionary of Greek